- συοβοσκός
- σῠο-βοσκός, ὁ,A swineherd, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συοβοσκός — ὁ, Α χοιροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βοσκός (< βόσκω), πρβλ. μηλο βοσκός, χοιρο βοσκός] … Dictionary of Greek
βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… … Dictionary of Greek
συοβόσκιον — τὸ, Α [συοβοσκός] αγέλη χοίρων … Dictionary of Greek